κάθοδος

κάθοδος
Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, εκπέμπει, με βάση το θερμοηλεκτρονικό φαινόμενο, τα ηλεκτρόνια που είναι αναγκαία για τη λειτουργία της λυχνίας.
* * *
η (AM κάθοδος, Α ιων. τ. κάτοδος)
1. κατάβαση από υψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο, κατέβασμα («η κάθοδος στον υπόγειο είναι επικίνδυνη»)
2. ο δρόμος που φέρει προς τα κάτω, κατωφέρεια, κατηφοριά («η κάθοδος μερικές φορές είναι πιο κουραστική από την άνοδο»)
3. η μετάβαση από μεσόγεια μέρη προς τα παράλια (α. «η κάθοδος τών Δωριέων» β. «ἡ κάθοδος ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.
γ. «ἡ κάθοδος τῶν μυρίων»)
νεοελλ.
1. η σκάλα που οδηγεί προς τα κάτω
2. φυσ.-χημ. α) το ηλεκτρόδιο στο οποίο πραγματοποιείται η έξοδος τού ηλεκτρικού ρεύματος προς τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου
β) το ηλεκτρόδιο που αποτελεί την πρωτεύουσα πηγή ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού
3. στον πληθ. οι κάθοδοι
ναυτ. τα τετράγωνα ανοίγματα τού καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η επικοινωνία με το κύτος και ο αερισμός του
αρχ.
1. γεν. επιστροφή, επάνοδος και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῑ μέγαν», Ευρ.)
2. επανάληψη («χιλίων ἐτῶν κάθοδος», ΠΔ)
3. οδός που οδηγεί προς τον Άδη
4. (για φαγητά) κατάποση («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ ἡδονή», Αριστοτ.)
5. αστρον. η κλίση τών πλανητών
6. η προς τα κάτω πορεία τού ποταμού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁδός. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cathode].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάθοδος — descent fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθοδος — η 1. κατάβαση, κατέβασμα: Η κάθοδος στο υπόγειο του οινοπωλείου είναι επικίνδυνη. 2. η μετάβαση από μεσόγειο τόπο σε παράλιο: Ο Ξενοφώντας μας εξιστορεί την κάθοδο των μυρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάθοδος των Μυρίων — Η επιστροφή των Ελλήνων μισθοφόρων στον στρατό του Κύρου του Νεότερου, από τα Κούναξα στον Εύξεινο Πόντο (401 π.Χ.), υπό την ηγεσία του Ξενοφώντα, μετά την ήττα του Κύρου από τον αδελφό του, Αρταξέρξη. Η εκστρατεία αυτή περιγράφεται στα έργα του… …   Dictionary of Greek

  • καθόδοις — κάθοδος descent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδου — κάθοδος descent fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδους — κάθοδος descent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδων — κάθοδος descent fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδῳ — κάθοδος descent fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόδου — κάθοδος descent fem gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόδῳ — κάθοδος descent fem dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”